- οπάλι
- και οπάλ(λ)ιο, το (Α ὀπάλλιον)ο οπάλιος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ὀπάλλιος, με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπάλι(ο) — το ορυκτό με διάφορα χρώματα, πολύτιμο πετράδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οπαλίζω — βγάζω ανταύγειες, όπως το οπάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οπαλιοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο όμοιος με οπάλι (βλ. λ.) στο χρώμα και την ανταύγεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)